- σεκλετίζω
- και σεκλεντίζω και σικλετίζω Ν1. στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον2. παθ. σεκλετίζομαι και σεκλεντίζομαι και σικλετίζομαιθλίβομαι, βασανίζομαι, ιδίως από έρωτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sikildim, αόρ. τού sikilmak].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεκλετίζω — και σεκλεντίζω σεκλετίστηκα, στενοχωρώ ή λυπώ κάποιον: Τα λόγια σου με σεκλετίζουν. – Μη σεκλετίζεσαι, κι όλα θα πάνε καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεκλέτισμα — το, Ν [σεκλετίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σεκλετίζω, το σεκλέτι … Dictionary of Greek
σεκλεντίζω — Ν βλ. σεκλετίζω … Dictionary of Greek
σικλετίζω — Ν βλ. σεκλετίζω … Dictionary of Greek